ΤΟ ΚΛΑΜΑ ΤΟΥ ΑΝΕΜΟΥ


Ο άνεμος αντάμωσε ένα γλυκό λουλούδι
εκεί στον κάμπο, στον αγρό, μικρό σαν πεταρούδι,
αμέσως το αγάπησε και γρήγορα εκεί πάει,
να μην αργήσει κοίταζε κι ήταν και πρώτη Μάη.


Γίνε δικό μου γίνε μικρέ, μικρέ ανθέ του Μάη,
από ψηλά και συ να δεις τον κόσμο πως περνάει,
πάμε μαζί να φύγουμε κι αλλού πια να βρεθούμε,
τον κόσμο να γυρίσουμε, ποτέ να μη χαθούμε.


Τρεις μέρες παρακάλαγε το ρεύμα του ανέμου
κι άλλα λουλούδια εκεί κοντά φωνάζαν "γείτονέ μου
φύγε από δω να πας να δεις την ομορφιά του κόσμου"
και ο άνεμος λέει κι αυτός «το άρωμά σου δώσμου».


Έτσι το λουλουδάκι πια απ΄ έρωτα γεμάτο,
γεμάτο από όρεξη και κέφι μυρωδάτο,
τις ρίζες του ξεκόλλησε από το κάτω χώμα,
στα σύννεφα ανέβηκε με το δικό του σώμα.


Αμάθητο από έρωτα πλέον σε ξένα χέρια
πετούσε ασταμάτητα εκεί κοντά στ΄αστέρια
κι όταν λουλούδια είδε πολλά στην κορυφή ενός λόφου
θέλησε ΄κεί να πάει να βρει έν΄ άρωμα συντρόφου.


Όμως ο άνεμος σκληρός, δεν έπαιρνε από λόγια,
γιατί φυσούσε δυνατά, δεν άκουγ΄ ευχολόγια
κι αυτό γεμάτο λύπη πια έβγαλε τα καλά του
και άρχισαν να πέφτουνε τα ροδοπέταλά του.


Γεμάτο από θλίψη πια αλλά και στεναχώρια,
τον άνεμο εγκατέλειψε για να υπάρξει χώρια,
κι όταν αυτό στη γη με μιας πήγε να ξαποστάσει,
είδε πως δεν μπορούσε πια το χρόνο να προφθάσει.


Εκεί ψυχή εγκατέλειψε κι αμέσως εμαράθη
αφού νερό δεν είχε πιει και πλέον πια εχάθη,
μαζί μ΄άλλα ξερόχορτα έρμαιο πια πλανάται,
πολλά κομμάτια έγινε και καταγής κοιμάται.


Ο άνεμος όταν αυτό άρχισε να το ψάχνει
από τη στεναχώρια του τον εαυτό του χάνει,
κι όταν μετά από καιρό το είχε αντικρύσει,
πάλι κοντά του εστάθηκε αλλ΄είχε πια δακρύσει.


Γιατί δεν μπόρεσε ποτέ, ποτέ να καταλάβει,
πόσο πολύ του στέρησε δροσιά και να προλάβει,
βροχή να πάει να φέρ΄εκεί, εκεί να το ποτίσει,
για να μπορέσει κι αυτό τη δίψα του να σβήσει.


Κάπου σε ΄κείνη τη ζωή κάπου σε ΄κείνο τον καιρό,
ο άνεμος ήσουν εσύ και το λουλούδ΄ ήμουν εγώ
κι ο άνεμος στο μέλλον πια, πάντα θα υποφέρει,
κι όταν μας επισκέπτεται πάντα βροχή θα φέρει.!!!