Η ΨΥΧΗ ΤΟΥ ΚΥΚΝΟΥ



Στον κόσμο τούτο τον ντουνιά, σ΄όλα της γης τα μέρη
μυστήριο είν΄ο θάνατος κι όλους ενδιαφέρει
να δουν λοιπόν τι γίνεται, εκεί στον άλλο κόσμο,
αν οι ψυχές καλά περνούν ή είναι σε ψευτόκοσμο
ή μήπως πάλι τίποτα δεν βρίσκεται πιο πέρα
από τον κόσμο μας αυτό και τούτη δω τη σφαίρα.



Το θάνατο φοβότανε μα τώρα πια ταξίδεψε
αφού αυτός την άρπαξε και πλέον την παγίδεψε
κι έτσι λοιπόν το σώμα της με το δικό της πόνο
έγιναν πλέον παρελθόν μέσα στο χωροχρόνο,
κι αυτή, ψυχούλα τρυφερή, πούχε χαρά και νάζι
ο θάνατος την έκλεψε, την καίει το μαράζι.



Σ΄ένα ταξίδι αστραπή αφού ύλη δεν έχει,
ένα ταξίδι πλέον πια άλλος θα το ελέγχει,
σ΄αυτό του κύκνου η ψυχή βρέθηκε να πετάει
μακριά από τον κόσμο μας, μήτε σε γη πατάει,
μήτε την πριγκηπέσα της μπορεί να δει εκεί πλέον,
μήτε τους φίλους και γνωστούς, τους συγγενείς που κλαίουν.



Η μικρή του η ψυχούλα όνειρο είχε γίνει
κι εκεί ψηλά που βρέθηκε την πριγκηπέσα σκέφτηκε
κι όταν κοντοσταμάτησε και κοίταξε εκείνη,
την είδ΄εκεί γονατιστή, κι αυτή που ερωτεύτηκε,
το μαύρο δάκρυ έχυνε κάτω στο άγριο χώμα
κι έμειν΄εκεί να την κοιτά απ΄το πρωί ως το γιόμα.



Η θλιμμένη πριγκηπούλα με το δικό της λίκνο
γονάτισε με σεβασμό πλάι στο νεκρό τον κύκνο
τον άσπρο κύκνο πούκανε τα πιο πολλά ταξίδια
κι ήταν πιστός της άγγελος όπως στα παραμύθια,
ήταν αυτός που πέταγε μακριά σε άλλους τόπους,
ήταν αυτός που γνώρισε αυτή άλλους ανθρώπους.



Ο άσπρος κύκνος τώρα πια κείτεται λαβωμένος
στα πόδια της πριγκίπησας και είναι παγωμένος,
εκεί πια κείτεται νεκρός με ένα κοκκινάδι,
είν΄μια σταγόνα αίματος στο κόκκινο λιβάδι,
μια σταγόνα αίματος μέσα απ΄την πληγή του
αυτή που εξαφάνισε την ίδια τη ζωή του.



Στο κατακόκκινο λιβάδι με των λογιών τα άνθη
την πριγκιπέσσα αντάμωσε σπουργίτι κι επικράνθη
κι αφού την είδε κι έκλαιγε τον κύκνο της θρηνούσε
πήγε κοντά και ρώτησε, τον κύκνο νοσταλγούσε,
γιατί τον έχασε νωρίς και η ψυχή του τώρα
σε τόπους ξένους πέταξε κι είναι σε άλλη χώρα.



Κι αυτή απαρηγόρητη κλαίει με μαύρο δάκρυ
τον κύκνο της θέλει ξανά νάρθει από τη μάκρη,
χωρίς αυτόν δεν είναι πια σε θέση για να ζήσει
αφού δεν θα μπορέσ΄ αυτόν ξανά να αντικρύσει.
Εκεί μέσα στο δάκρυ της μια σκέψη μόνο κάνει
τον κύκνο της να δει ξανά και τότε ας πεθάνει.



Το σπουργιτάκι πλέον πια με δάκρυα στα μάτια
είπε πως θα ταξίδευε σ΄όλη την επικράτεια,
τον κύκνο της να πάει να βρει, ψυχή να ανταμώσει
για να μπορέσει ύστερα την κοπελιά να σώσει
κι ένα ταξίδι άρχισε γεμάτο με ελπίδες
μήπως και καταφέρει τι σε άγνωστες πατρίδες.



Εκείνο  το λιβάδι πια κόκκινο έχει γίνει
από τις παπαρούνες του που κούναγαν τα φύλλα
αλλ΄ κι απ΄το αίμα που ΄τρεξε και από την οδύνη,
σ΄όλο τον κάμπο σκόρπισε σκέτη ανατριχίλα,
ήταν μεγάλ΄ απώλεια το ξέπνοο του κύκνου
απ΄ αγκαλιά πριγκίπισσας στην αγκαλιά του ύπνου.



Ο σπουργιτής  ξεκίνησε μακριά σε άλλους τόπους
ψάχνοντας κύκνο ολόλευκο κι ύστερα από κόπους
γλάρο λευκό συνάντησε κι αυτός τον ερωτάει,
«που πας σπουργίτι μοναχό? γιατ΄ είσαι λυπημένο»?
«ψάχνω του κύκνου του λευκού ψυχή του που πετάει,
πίσω να πάω στον κύκνο εκεί που κείται πεθαμένο».



«Ανέβα πάνω μου γερά, κρατήσου απ΄ τα φτερά μου»
είπε ο γλάρος ο λευκός στο σπουργιτή το νάνο,
«γιατ΄είσαι αδύναμο εσύ, έλα στα λυγερά μου,
μαζί να πάμ΄ να ψάξουμε τον κόσμο εκεί πάνω,
για να τη βρούμε την ψυχή που θέλ΄ η πριγκηπέσα,
χαρά για να χαρίσουμε και στη μικρή κοντέσα».



Γαντζώθηκε ο σπουργιτής πάν΄ στα φτερά του γλάρου
κι αμέσως ξεκινήσανε για μακρινό ταξίδι,
να πάν΄ υπολογίζανε στα μέρη εκεί του χάρου
στη λίμνη αυτή που πάντοτε θάνατο αναδίδει.
Όμως ταξίδι μακρινό ήταν αυτό που πάνε
αλλ΄ με τη δύναμη ψυχής τον κόπο τους νικάνε.



Περνώντας από θάλασσα κόκκινη σα στρωσίδι,
εκεί που το γλυκό νερό  βαριά οσμή αναδίδει,
το σπουργιτάκι ρώτησε «τι είν΄ αυτό που βλέπω»?
«Εδώ» του είπε ο γλάρος του, «τον κόσμο ξαναβλέπω».
«Ψάξε κι εσύ λοιπόν να βρεις του κύκνου την ψυχούλα
αυτή που η πριγκήπισα ζήτησε την αυγούλα.



«Εδώ ξεπλένοντ΄ οι ψυχές εδώ και ξεκουράζονται
πούχουν να κάνουν μάτια μου πριν το μακρύ ταξίδι
όσοι για τον Παράδεισο εδώ πάνω στοιβάζονται
ξεπλένουν τις φτερούγες τους, γίνονται πια μουσκίδι,
κι όταν στεγνώσουν ξεκινούν για το μεγάλο άθλο
πάν΄ απ΄ τ΄ αστέρια θα βρεθούν, εκεί σε κόσμο άλλο».



Εκεί λοιπόν ο σπουργιτής άρχισε να ρωτάει:
«Μην είδατε κύκνο λευκό, που να φεγγοβολάει»?
Κανένας πια δεν μίλαγε δεν έδιν΄ σημασία
αφού τα λόγια εκεί πια δεν έχουν μιαν αξία
και ψάχνοντας σε μια γωνιά έν΄ κύκνο διαβλέπει
πάει και στέκει δίπλα του, καλύτερα να βλέπει.



Το τρομαγμένο το πουλί ρωτά τον άσπρο κύκνο,
«μην είσαι της πριγκίπισσας της πολυαγαπημένης»?
«ποιος είσ΄ εσύ και τι ζητάς? ψυχή εξυγιάνω,
κι εγώ ΄μαι της πριγκίπισσας της πολυπαιδεμένης».
«Η προγκιπούλ΄ αρρώστησε κι άλλο δεν θα αντέξει,
πρέπει εσύ πίσω να πας και πριν αυγή να φέξει».



Γιατί η πριγκηπέσα σου η πολυαγαπημένη
μονάχη πλέον έμεινε και είναι πια θλιμμένη
κι άλλον στον κόσμο ετούτο ΄δω δεν έχει να μιλήσει,
ούτε φιλίες μείνανε, ούτε και ν΄αγαπήσει,
μόνη κι απαρηγόρητη έχει πνιγεί στο κλάμα,
μόνο αυτό της έμεινε μεσ΄το δικό της δράμα.



«Εγώ πια τώρα δεν μπορώ πίσω για να γυρίσω,
όμως την πριγκηπούλα μου πρέπει να συναντήσω,
για να της πω πόσο πολύ πάντα την αγαπούσα
κι όλο σε μέρη απάνεμα εγώ την οδηγούσα.
Πήγαινε ΄σύ σπουργίτι μου, και πέστης πως το βράδυ
από το παραθύρι της θα δει κάποιο σημάδι».



Φεύγει ευθύς ο σπουργιτής με το λευκό το γλάρο,
την πριγκηπέσα για να βρουν, τα νέα να της πούνε
κι όταν ταξίδι κάνανε πολύ μακρύ απ΄το χάρο,
αυτή την ανταμώσανε κι αρχίσαν να εξηγούνε,
πως τη λευκή του την ψυχή του κύκνου π΄αγαπούσε
στην κόκκινη τη θάλασσα τη βρήκαν κι εμιλούσε.



Και είπε και παρήγγειλε πως πριν το μεσονύχτι
να βγεις στο παραθύρι σου εκεί σαν τον ξενύχτη.
Η πριγκηπέσα ακούγοντας τα λόγια τα ωραία
πήγε και ετοιμάστηκε γοργά και φευγαλέα,
το βράδυ φόρεσε κι αυτή διαμάντια δαχτυλίδια
κι άναψε όλα τ΄ουρανού τα φώτα,  τα στολίδια.



Και μια σκιά εφάνηκε εκεί προς το φεγγάρι,
ήταν ο κύκνος ο άγγελος πούρθε για να την πάρει,
τότ΄η πριγκηπέσα του, του άπλωσε τα χέρια
κι αυτός την πήρε αγκαλιά, την έφτασε στ΄ αστέρια
κι ο γλάρος με το σπουργιτή μείναν να τους κοιτάζουν
βλέπουν αυτά που γίνονται, τον άγγελο θαυμάζουν.



Έτσι λοιπόν ο άγγελος την πήρε την καλή του
κι έκλεισ΄η πόρτα τ΄ουρανού μαζί με τη ζωή του
κι έτσι μαζί ξανά μαζί πήγαν στον άλλο τόπο
κ΄είναι μαζί αιώνια μετά από τόσο κόπο.
Έτσι νικήθηκ΄ ο θάνατος και όπου φύγει φύγει
και πλέον η αγάπη τους τις δυο ψυχές τους σμίγει.!
!