Η ΝΕΡΑΙΔΑ ΚΑΙ Η ΓΕΛΑΔΑ


Ξάφνου εκείνο το πρωί
που ο Γιάννης ο αγρότης επισκέφθηκε το στάβλο
βρήκε την αγελάδα του να έχει κάνει άθλο,
τα τίναξ΄ η κακόμοιρη, φαρδιά πλατιά κοιμόταν
κι ο Γιάννης δεν κατάλαβε που τούτο οφειλόταν.


Έπεσε σε καταρροή
κι από τη στεναχώρια του δεν άντεξε τον πόνο
πήρε γερή απόφαση.... σταμάτησε το χρόνο,
επήγε και κρεμάστηκε στο σκελετό στη στέγη
γιατί δεν είχε πια καμιά άλλη για να αρμέγει.


Όταν ο πρώτος του ο γιός
αντίκρυσε το θέμα, είχε κατάκαρδα πληγεί,
ψάχνοντας για διαφυγή, η λύση ήταν να πνιγεί,
μα κάτω εκεί στον ποταμό μια νεράιδα όμορφη
του άπλωσε το χέρι της μα ήταν ιδιόμορφη.


Τον πατέρα θ΄ αναστήσω
τούπε η γλυκιά νεράιδα, όμως με έν΄αντάλλαγμα
που δεν είναι υλικό μα ούτε και συνάλλαγμα,
θέλω να βρεθείς μαζί μου μοναχά πέντε φορές
και θα φύγουν από σένα τούτες δω οι συμφορές.


Μα στην τρίτη τη φορά
δεν μπορούσε πιο πολύ και δεν άντεξ΄η καρδιά,
το πνεύμα του παρέδωσε εκεί στην αμμουδιά,
κι αφού ο δεύτερος ο γιός εμαθε τα μαντάτα
κοκκίνησαν  τα μάτια του με δάκρυα γεμάτα.


Τρέχει με μιας στον ποταμό,
τη νεράιδα συναντά και το λόγο της ζητάει
όμως με τα σούρταφέρτα κάπως την γλυκοκοιτάει,
τότ΄η όμορφη νεράιδα του πρωτείν΄ οχτώ φορές
μα να μη πολυλογώ..... κι εδώ καταστροφές.


Την εβδόμη τη φορά
μη μπορώντας να αντέξει τις επιθυμίες της
το αντάλλαγμα γι΄αυτόνείν΄οι τρικυμίες της
και με μιας στον ποταμό τον πετάει να πνιγεί
δεν ξανάδε το φεγγάρι, δεν ξανάνοιωσε τη γη.


Τώρα πια ο τρίτος γιός
τρέχει και αυτός ΄κεί κάτω κι όταν τηνε συναντά
και αρχίζουν τα χατήρια κι όλ΄αυτά τα ντιρλαντά
του λέει αυτή πως τόνε θέλει μόνο είκοσι φορές
κι αυτός της απαντά, κάνει κι άλλες εισφορές.


Και με τούτα και με τ΄ άλλα...
σε πελάγη ευτυχίας συνεχώς και όλο πλέει
μα τη δέκατη τη φορά ξαφνικά γυρνάει και της λέει....
σαν το νερό που ξεδιψά, γλυκειά΄σαι μαρμελάδα
μα δεν πιστεύω να ψοφήσεις όπως ψόφησ΄ η γελάδα.!!!