ΚΟΥΦΙΕΣ ΩΡΕΣ


Ήταν κάποτε ένα παιδάκι, μικρό παλικαράκι,
εκείνο τ΄ομορφόπαιδο, το μικρό Γιαννάκη,
στην ταβέρνα στο γιαλό μόνο του τραγουδούσε
κι έτσι απλά σε μια γωνιά την ώρα του περνούσε.

Τίποτα δε σκεφτότανε, κι ούτε λύπη ούτε χαρά
είχε μες΄την καρδιά του, κι ήταν οι ώρες άδειες
κι όπως αγνάντευε το κύμα τα μάτια του έγιναν γλαρά,
κι ο ύπνος τον κατέκτησε μέσα σε περιπέτειες.

Στον κόσμο που εβρέθηκεέν΄όνειρο τον μάγεψε
η Μαριγώ πανέμορφη, του φίλου του η γυναίκα,
στεκόταν ΄κεί απέναντι κι έρωτας τον κυρίευσε
κι ευθύς της άρχισε γλυκά λογάκια ερωτευμένα.

Δίπλα η πλάνα η θάλασσα και σύννεφα οι γλάροι
τους τραγουδούσαν όμορφα τραγούδια της αγάπης,
και ο Γιάννης το καλό παιδί της είπε πως σερφάρει
αμέσως να βρεθεί εκεί, μέσα στην αγκαλιά της.

Κι η Μαριγώτ΄απήντησε πως άυλη θα μείνει
η αγάπη της μες΄τη ζωή, από λάσπη φτιαγμένη,
και στους αιώνες αθάνατη θέλει να παραμείνει
γιατί μαζί του τώρα πια νοιώθει σαν μαγεμένη.

Κι άξαφνα πάνω στάθηκε και τ΄όνειρο σταμάτησε
κι είδε ομπρός του πράγματι τη Μαριγώ ατόφια,
τη Μαριγώ που έψαχνε τον άντρα της και έσφιξε
τα χείλη του που τρέχανε πλημμύρα τα σιρόπια.

Τα λόγια πούλεγε αυτή άρχισε να της λέει,
πως η ζωή και η φύση μας φτιαγμένη ειν΄από λάσπη,
αλλ΄η αγάπη άυλη για πάντα θε να μείνει
κι αυτή δίπλα του στάθηκε κι εκεί έχ΄παραμείνει.!