ΕΝΑ ΟΝΕΙΡΟ ΗΤΑΝ


Με πήρες στο τηλέφωνο καφέ για να κεράσεις
κι εγώ μεσ΄την τρελή χαρά λουλούδια ΄χω μαζέψει,
και μούπες πως θα ερχόσουνα να μου χαμογελάσεις,
Μάρτιο ένα απόγευμα, εκεί γύρω στις έξι.

Ξάφνου η φύση κρύωσε και άρχισε το χιόνι,
πυκνό να πέφτει και βαρύ, τον τόπο να σκεπάζει,
τα δένδρα ετουρτούριζαν και το νερό παγώνει,
και τα πουλιά κρυφτήκανε κι άρχισε να βραδιάζει.

Με τα λουλούδια αγκαλιά, κόκαλο απ΄το κρύο,
κι ένα κοντομάνικο μπλουζάκι στ΄άλλο χέρι,
έψαχνα τα καθίσματα μέσα στο λεωφορείο,
αυτό που υπολόγισα κοντά μου να σε φέρει.

Όταν σε βρήκα τελικά πίσω απ΄την πίσω πόρτα,
κρυμμένη να παρακαλάς νάρθει το καλοκαίρι,
τα δάκρυα σου σκούπισα, σου πήρα και τα χόρτα,
αυτά που κράταγες σφιχτά, που είχες πρωτοφέρει.

Και τότε αμέσως μονομιάς ο ήλιος εμφανίσθηκε
και άσπρα σύννεφα ατμού τρυγύρω μου κοιτούσα,
αφού το χιόνι έλιωσε και όλο εξατμίσθηκε
κι εγώ αμέσως ξύπνησα απ΄τ΄όνειρο που ζούσα.!!