ΕΝΑ ΤΑΞΙΔΙ


Όταν η μέρα έφυγε κι ο ήλιος εταξίδεψε
κι η νύχτα τηνε χάιδεψε τη θάλασσα με πάθος,
ένα αστέρι έπεσε και όνειρα παγίδεψε
πολύ μέσα στη θάλασσα και σε μεγάλο βάθος.


Ήταν αυτά τα όνειρα που είχα κλειδωμένα
στη σκέψη μου και στο μυαλό, όνειρα με μαγεία,
ήταν αυτά τα όνειρα που πήγαν πια χαμένα,
αφού δεν έμειν΄τίποτα από μια νοσταλγία.


Το φεγγαράκι έβλεπε κι αυτό παρατηρούσε,
τα όνειρα που πνίγονταν σε μια στιγμή, ατόφια,
και θέλησε να πάει εκεί, να τάβρει λαχταρούσε
αλλ΄έπρεπε να πάει βαθειά σε μαύρα κατατόπια.


Έτσι λοιπόν ξεκίνησε για μακρινό ταξίδι
στο πάτο εκεί της θάλασσας να πάει και να αρπάξει
τα όμορφα τα όνειρα που είχα για στολίδι
όμως δεν άντεξε βαθειά εκεί πούχαν βουλιάξει.


Γιατί το φως του αμυδρό είναι και δεν αντέχει
στα μακρινά, στα σκοτεινά και στα μεγάλα βάθη,
μόν΄ στα ρηχά, στα κοντινά, σ΄αυτά μόνο κατέχει
να ταξιδεύει ήρεμα χωρίς να κάνει λάθη.


Αχ φεγγαράκι μου μικρό μ΄αδύναμο το φως σου
τη λάμψη και τη φώτιση των δυνατών σεβάσου,
μη προσπαθείς να ΄ρθείς στη γη μον΄κάτσε στα ουράνια
δεν είν΄εδώ η λευτεριά, εκεί ΄ναι η περηφάνια.!!!