ΜΥΡΩΔΑΤΟΣ ΑΕΡΑΣ


Τι κι αν ήταν καύσωνας
ζεσταινόμουν εγώ?
Αφού η δροσιά σου ήταν μεγαλύτερη.

Τι κι αν πέρασαν τα χρόνια
σε ξεχνούσα εγώ?
Αφού δεν ξεχώρισες απ΄ τον εαυτό μου.

Μύρισε ο αέρας από τ΄ άρωμά σου τη μέρα που σ΄αντάμωσα
κι η καρδιά μου σκίρτησε και άνθισε κι αυτή,
σαν ανοιξιάτικο ρόδο λυγιόταν κοντά σου όταν σε συνάντησα,
για να δώσει χαρά μαζί και ζωή.

Ίδια η συγκίνηση κάθε φορά που σε θωρώ
κι έτσι θάναι μόνιμα μήπως και σε χορτάσω,
αν και, όσο το σκέφτομαι, δεν θάναι εφικτό,
γιατί τα χρόνια πέρασαν και δε θα το προφθάσω.

Όμως η ελπίδα δεν χάνεται ποτέ
γι’αυτό κι εγώ θα ζήσω και δε θα σταματήσω,
να σ’ έχω πρώτη θέση μέσα στην καρδιά μου
και τη ζεστή ανάσα σου μέσα στα σωθικά μου.!!