Η ΜΙΚΡΗ ΜΟΥ ΠΕΤΑΛΟΥΔΑ


Είχε μπει το καλοκαίρι και ο ήλιος έκαιγε
κι η μικρή η πεταλούδα τ΄άνθη της επέλεγε,
όμως μια ψιλή βροχούλα ξάφνου εμφανίστηκε
κ΄ η πεταλουδίτσα μας πλέον εγκλωβίστηκε.


Αχ τι έπαθα η καημένη, μέρα που τη διάλεξα
τα λουλούδια να μυρίσω, όμως τώρα έμπλεξα,
με το χώμα και τη λάσπη και με της βροχής το κλάμα
ζω βαριά ταπεινωμένη, ζω με το δικό μου δράμα.


Πάνω της ένας αετός προσπαθεί να τη βοηθήσει,
απ΄το βούρκο να τη βγάλει, δίπλα του να την καθίσει,
όμως η μικρή πετούλα πιο πολύ φοβήθηκε
τον αετό να μην τη φάει και πανικοβλήθηκε.


Μη φοβάσαι πεταλούδα, λάθος μέρα διάλεξες
για να κάνεις τη βολτούλα που εσύ επέλεξες
κι εγώ να σε βοηθήσω, θέλω μόνο το καλό σου,
μη φοβάσαι, δε σε τρώω, και δεν είμ΄αντίπαλός σου.


Αν και ΄σύ΄σαι μια μικρή και εγώ θε΄ να σε φάω,
ως συνήθως γίνεται πάντα με τους ανθρώπους,
εγώ μαζί σου πάντοτε γελάω, τραγουδάω,
τα όμορφα τα πράγματα τα παίρνουμε με κόπους.




Γιατ΄ αν εγώ σε σκότωνα θα έχανε η πλάση
τα χρώματα απ΄τα φτερά κι οι κάμποι και τα δάση
δε θάχαν χρώμα στόλισμα, τα φύλλα θάχαν σκούρα,
κι όλη η φύση θάτανε σαν μια θολή μουτζούρα.


Σ΄ευχαριστώ, τ΄απάντησε, που με περιποιείσαι
και δίπλα μου εδήλωσες πως πάντα ΄σύ θα είσαι,
όμως εγώ είμαι μικρή κάτι να σου προσφέρω
στα δύσκολα και στα βαθειά δεν θα τα καταφέρω.


«Εγώ στη μάχη έχασα τα μάτια και τα δυό μου»
είπ΄ ο αετός και δήλωσε: «σε θέλω οδηγό μου»,
«μαζί θα προχωρήσουμε στη νέα τη ζωή μας,
πλέον συνεννοούμαστε με την αναπνοή μας».!!!