ΑΠΕΙΛΕΣ
Δεν σου έχω
εμπιστοσύνη
που
πηγαίνεις και που είσαι,
είσαι όλο
καλοσύνη
αλλά μάλλον
προσποιείσαι.
Κάθε μέρα ο
γαλατάς
σου χτυπάει
το κουδούνι,
μήπως λίγο
μ΄ απατάς
και με
τούτο το γουρούνι?
Τον χασάπη
το χοντρό
στις εννιά
τον συναντάς
κι έπειτα μεσ΄
στο λουτρό
το τηλέφωνο
βαστάς.
Το κορμί
σου όλο λάμπει
όταν
βγαίνεις στο μπαλκόνι
κι αν τυχόν
δε δεις τον Μπάμπη
ένα βάρος
σε πλακώνει.
Μα σαν
πέρασ΄ ο μανάβης
και λαλούσε
στο ηχείο:
{μάνα μου
πόσο μ΄ ανάβεις,
ξύπνησε το
εργαλείο}.....
συ αμέσως
τα φιλιά σου
τάστελνες
στα πεταχτά
κι άνοιγες
την αγκαλιά σου,
χόρευες με
ουρλιαχτά.
Τι σου
φταίω ο καημένος
δεν μπορώ
να κλείσω μάτι,
στη ματιά
σου είμαι δεμένος
κι έχω
πάγου ένα κομμάτι.
στην καρδιά
μου κρεμασμένο
από το δικό
σου χέρι,
μ΄όλ΄ αυτά
που υπομένω,
θα το πάρω
το μαχαίρι,
και θ΄
αρχίσω να ξυρίζω
του χασάπη
το κεφάλι
κι έπειτα
θα φοβερίζω
και τον
άλλο τον τελάλη.!!!