ΖΩΗ ΗΤΑΝ ΚΑΙ ΠΕΡΑΣΕ

Με γενέτειρα μια φλέβα μεσ΄από της γης τη μήτρα
που στο δρόμο το μακρύ της το νερό θέλει να δώσει
να ποτίσει τη θωριά της – πράσινα δεντρά και φύτρα
της ζωής το πανηγύρι  στο ντουνιά θέλει ν΄απλώσει.

Είν΄αυτή η φαμελιά της – έντομα μα και πουλάκια
και σπαρτά και στάχυα τόσα  που την φύση διαφεντεύουν
ψάρια, ερπετά κι ανθάκια - άνθρωποι μα και ζωάκια
όλ΄ η πλάση ξεδιψάει τις σταγόνες της συλλέγουν.

Για να μπορέσουν, σα διψάν, να πιούν και ν΄αυγατέψουν
και να σκορπούν απλόχερα της αφθονίας δώρα
και με του κόσμου τα καλά τη φύση να φιλέψουν,
καμάρι θάχουν τη ζωή – δεν θα φοβούνται μπόρα.


Κατείχε βλέπεις μέσα της τη γνώση και το θαύμα,
το δρόμο για να βγει στο φως τον ήξερε επίσης
δεν ήταν δύσκολο γι΄αυτήν μα εύκολο πράγμα,
λες κ΄είχε όργανα σοφά, σαν νάχε και αισθήσεις.

Ξεκίνησε λοιπόν νωρίς για το μακρύ ταξίδι
προτού οι λάμψεις της αυγής τον κόσμο να ροδίσουν,
κρυβότανε στις σκιερές τις φύτρες στο γρασίδι
ώστ΄ απαλά τα μάτια της το φως να συνηθίσουν.

Πού πας? Ακούστηκε με μιας μια δυνατή φωνάρα,
δίχως προφύλαξη καμιά θα βγεις για το σεργιάνι?
Ευθύς θα σε αρπάξουνε θεριά με μια λαχτάρα
κοτρόνια  και κατηφοριές, κάθε λογής ζητιάνοι.

Ούτ΄από ΄κεί μη προχωράς ψέλλισε κάποιος άλλος,
γιατί θα εξαφανιστείς από το φως του ήλιου,
είναι ρουφήχτρες και γκρεμνοί και κίνδυνος μεγάλος,
μη πέσεις χάμω στα βαθιά τα μέρη του ανήλιου.

Κι άλλοι πολλοί φιλέσπλαχνοι κ΄ειδήμονες προσήλθαν,
άλλος την τράβαγε από ΄δώ κι άλλος από την άλλη
για το δικό της το καλό πλάι κι αυτοί διήλθαν
και με τα λόγια τα πολλά της πήραν το κεφάλι.

Ένας της είπε ότ΄ έπρεπε για το καλό του κόσμου
να πάει και να τροφοδοτεί πλυντήρια αυτοκινήτων.
Την αστραπή και τη ζωή και τη δροσιά σου δώσμου
της είπε άλλη μια φωνή από των αποβλήτων.

Κι άλλος της είπε ότι έπρεπε νερό να πάει στον Άρη
για να μπορέσει τη ζωή κι εκεί να μεταφέρει
να μουσκευτεί το χώμα του μήπως και βγει βλαστάρι,
με όλα τούτα τελικά ποιος θα την καταφέρει?

Γερνούσε η φλέβα της ζωής προτού ζωή να ζήσει
γιατί είχανε συμφέροντα κι όλοι την ετραβούσαν
κι οι ώρες της λιγόστευαν πριν καν ο ήλιος δύσει
μα εκείνοι που την πρόσμεναν δίψαγαν και βογκούσαν.

Καθένας κάτι αλλιώτικο είχε να της προσφέρει
γιατ΄είχε άλλα συμφέροντα κι άλλες ήταν οι μίζες
μα όλοι μαζί τσακώνονταν ποιος θα την καταφέρει,
στ΄αλήθεια ποιος λογιάζεται ξεδίψασμα σε βρύσες.

Κ΄ύστερα μαζευτήκανε κι άλλοι πολλοί μνηστήρες
που δείχνανε πως ξέρανε, πως έχουν μελετήσει,
μα της εφάνει ότ΄ όλοι τους οι επίδοξοι σωτήρες
απ΄ το αυτό κολλέγιο είχαν αποφοιτήσει.

Με μιας λοιπόν τινάχτηκε και βγήκε από τη λήθη
και σε μια τρύπα εχάθηκε μέσα βαθειά στο χώμα
τους άρχοντες και τους σοφούς όλους τους εφοβήθη
και χάθηκε και κρύφτηκε μεσ΄στο δικό της σώμα.

Δεν καρποφόρησε η γη, τέλειωσε η σοδιά
αν και τα άνθη, τα φυτά, όλα τα συμπονάει
πάρα πολύ διψάσανε λουλούδια και παιδιά
ζωή ήταν και πέρασε και πίσω δε γυρνάει.!!


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου