Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ


Κάθε βράδυ ο Γιαννάκης
έκανε την προσευχή του
κι ένα βράδυ ο μπαμπάς του, όπως έκανε πολλάκις,
πήγε στο κρεβάτι του να τον καληνυχτίσει
όπου οι πολλές  κουβέντες, τράβηξαν την προσοχή του
και κοντοσταμάτησε, άποψη να αποχτήσει:


Αχ Χριστούλη μου καλέ
είπε ο μικρός Γιαννάκης,
φύλα τη μητέρα μου, τον πατέρα μου κι εμένα,
την καλή μου τη γιαγιά πούχει μάτια λυπημένα,
στον καλό μου τον παππού δώσε τα χαιρετίσματα
είναι σε τούτη τη ζωή πρωτάρης στ΄ αγωνίσματα.


Την άλλη μέρα το πρωί
ήρθε το αναπάντεχο,
στην αγκαλιά του ουρανού εκεί ψηλά στ΄ αστέρια
αποθανών ταξίδεψε, ξοφλήσαν τα δευτέρια.
Άφησε μόνη τη γιαγιά, μόνη μαυροφορούσα
να κλαίει με βαρείς λυγμούς όπως την εθωρούσα.


Το άλλο βράδυ ο μικρός
είπε στην προσευχή του,
φύλα τη μητέρα μου, τον πατέρα μου κι εμένα,
δώσε και χαιρετίσματα πολλά και στολισμένα
στην καλή μου τη γιαγιά που την αγαπώ πολύ
πούχει μέλι στην καρδιά, στην ψυχή φωτοβολεί.,


Την άλλη μέρα το πρωί
ήρθε το αναπάντεχο,
στην αγκαλιά του ουρανού εκεί ψηλά στ΄ αστέρια
βρέθηκε η δόλια η γιαγιά ψάχνοντας τον παππού,
βάδιζε και περπάταγε σ΄ άλλων βουνών λημέρια
άγνωστα μέρη και ξερά, δύσκολης ατραπού.


Το τρίτο βράδυ ο μικρός
λέει στην προσευχή του,
φύλα τη μητέρα μου κι εμένα το παιδάκι,
και δώσε χαιρετίσματα στο λατρευτό πατέρα,
που κυνηγάει συνεχώς κρασάκι - παιδάκι
αλλά δουλεύει και σκληρά σε θέση ανωτέρα.


Μόλις τον άκουσ΄ ο μπαμπάς
τον ζώσαν μαύρα φίδια,
χωρίς να βγάλει λέξη μια, πήγε για εργασία
μα μεσ΄ στη φούρια της δουλειάς του πέρασε το άγχος
κι όταν στο σπίτι γύρισε το βράδυ στην Τασία
ίδρωνε και ζαλίστηκε, τον έσφιγγε ο βρόγχος.


Περίμενε το θάνατο
σαν κάποιο μελοθάνατο,
ώσπου ξαφνικά η Τασία ταραγμένη - φοβισμένη
ανέπνεε και ψέλισσε με λόγια λιγοστά
αγάπη μου ψιθύρισε, στο κλάμα της πνιγμένη:
πέθαν΄ ο κουμπάρος μας στη πόρτα μας μπροστά.!!